- ξεκαλούπωμα
- τοη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαλουπώνω, η αφαίρεση τών καλουπιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκαλούπωμα — το ατος, το βγάλσιμο, η αφαίρεση των καλουπιών (τύπων) της οικοδομής που χτίζεται: Το ξεκαλούπωμα γίνεται αφού δέσει το μπετόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)